Επικοινωνήστε μαζί μας, στείλτε μας τα άρθρα σας και ότιδήποτε θέλετε να σχολιάσουμε ή να καταγγείλετε στο email: bluewhitepassion@gmail.com

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Η Νίκη του ’60 και τα …τσίπουρα (του Γ. Τσιντσίνη)

Γιώργου Τσιντσίνη: Η Νίκη του ’60 και τα …τσίπουρα
Τώρα που η αγαπημένη μου Νικούλα καλπάζει στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής και ανοίγει πάλι (μετά από 47 περίπου χρόνια) σιγά – σιγά την πόρτα για τα μεγάλα «σαλόνια» του Ελληνικού ποδοσφαίρου, θυμήθηκα εκείνη την αξέχαστη μέρα, που μικρό παιδάκι πρωτο-πάτησα το πόδι μου στη θρυλική «Κλούβα», νεοφώτιστος σ’ αυτή τη Μικρασιάτικη μύηση, η οποία -κατανυχτικά και αταλάντευτα- συνεχίζεται πατροπαράδοτα, από γενιά και γενιά.
Ήταν λίγο πριν η αγαπημένη μας ομάδα ανέβει στην Α’ Εθνική, κάπου στο τέλος της δεκαετίας του ’50, θαρρώ άνοιξη ή αρχές καλοκαιριού, μια ηλιόλουστη Κυριακή, ντάλα μεσημέρι, που ο συχωρεμένος ο Σμυρνιός πατέρας μου με πήρε από το χέρι, να δω για πρώτη φορά την ομάδα που του έπαιρνε τις περισσότερες Κυριακές, όταν
ψιλο-έτρωγε κάτι πάντοτε όρθιος -πάνω από την κατσαρόλα- και έτρεχε μεσημεριάτικα αλαφιασμένος να προλάβει το γήπεδο.
Εκείνη τη μέρα, η Νίκη θα έπαιζε (μάλλον για το Πανθεσσαλικό πρωτάθλημα), με μια ομάδα της Λάρισας -που δεν θυμάμαι ποιά- και τελικά τη «φιλοδώρησε» με 4 ή 6 γκολ.
Όμως, φτάσαμε νωρίς στην κλούβα και με οδήγησε στο κυλικείο του γηπέδου, που τότε ήταν στην αντίθετη πλευρά της Μαιάνδρου, δεξιά δηλαδή, και το διαχειριζόταν ο γερο-Κυριάκος Κοκκινάκης, πατέρας του Μήτσου και του Μανώλη.
Ο Θεός να το έλεγε «κυλικείο», φυσικά… Ένα ευρύχωρο κανονικό τσιπουράδικο ήταν, με τραπεζάκια, καρέκλες και όλα τα κομφόρ και ο πατέρας μου παράγγειλε τσίπουρο για εκείνον κι ένα αναψυκτικό για μένα.
Σιγά – σιγά άρχισαν να καταφθάνουν και οι παίκτες…
Εκείνα τα θηρία, μιας και μοναδικής προσφυγο-γειτονιάς παιδιά, που μετά από λίγο θα έκαναν τον άθλο και θα έδιναν τελικά σε όλους μας «διαβατήριο», να περάσουμε τη γέφυρα του Κραυσίνδωνα, να βγούμε από το γκέτο του Συνοικισμού και να κάνουμε τη Νέα Ιωνία γνωστή σε όλη την Ελλάδα.
Τάσος Μανιατάκης, Μήτσος Λαλές, Λευτέρης Καλλιοτζής και άλλοι, χαιρετούσαν ένας – ένας τον πατέρα μου και κάθονταν στο τραπέζι μας, παραγγέλνοντας τα δικά τους τσίπουρα.
Παρακολουθούσα με μεγάλη έκπληξη… Τότε άρχισα να πρωτο-διαβάζω μια πολυσέλιδη αθλητική εφημερίδα, την «Ομάδα», που κυκλοφορούσε κάθε Τρίτη και τη δανειζόμουν από το γείτονά μου Γιάννη Λάζογλου. Διάβαζα λοιπόν εκεί, ότι οι ποδοσφαιριστές πρέπει να κάνουν αθλητική ζωή, χωρίς ποτά και ξενύχτια και οι προπονητές, οι διοικούντες τις μεγάλες ομάδες του ΠΟΚ, έκαναν συχνά εφόδους στα σπίτια τους, για να ελέγχουν αν κοιμούνται νωρίς κτλ., ειδικά τις παραμονές των αγώνων.


Οι δικοί μας -μια ώρα πριν τον αγώνα- ούτε που μέτρησα πόσα ήπιαν… Κάποια στιγμή, όμως, τα αδειανά μικρά πιατάκια του μεζέ σχημάτιζαν δυο ή τρεις ντάνες πάνω στο τραπέζι, ώσπου κάποτε ο αρχηγός έδωσε το σύνθημα:
-Άντε, παιδιά, ήρθε η ώρα… Πάμε να ντυθούμε, να ετοιμαστούμε, είπε ο Μανιατάκης και σηκώθηκε πρώτος.
Όταν η ομάδα έφυγε για τα αποδυτήρια, ρώτησα τον πατέρα μου απορημένος:
-Μπαμπά, αφού ήπιαν τόσο τσίπουρο, πώς θα παίξουν μπάλα;
Ακόμη θυμάμαι το συγκαταβατικό του γέλιο όταν, χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά, μου απάντησε:
-Αυτοί, αγόρι μου, αν δεν πιούν πρώτα τσίπουρο, δεν μπορούν να παίξουν μπάλα…

πηγή: almyros.gr

2 σχόλια :

  1. ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΑΡΘΡΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΓΕΝΙΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΖΗΣΕ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΑΔΩΝ ΜΑΣ.
    ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΟΤΙ ΦΕΤΟΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΚΑΡΑ ΜΑΣ. ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΝΣΤΑΣΗ, ΝΙΚΑΡΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΝΙΚΟΥΛΑ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙ Ο Κος ΤΣΙΝΤΣΙΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αφιέρωμα στον Χρήστο Ζαντέρογλου. http://thessaly-football.pblogs.gr/2011/08/retro-hrhstos-zanterogloy.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή